συναγελισμός

συναγελισμός
ὁ, Α
βλ. συναγελασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναγελισμούς — συναγελισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελισμώς — συναγελισμός masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγελασμός — ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α [συναγελάζομαι] η κατ αγέλες συμβίωση νεοελλ. συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου αρχ. 1. συμβίωση 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί ο σχηματισμός ομάδων παιδιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”